- εναλειμμα
- ἐνάλειμμαἐν-άλειμμα-ατος τό мазь Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενάλειμμα — το (AM ἐνάλειμμα) το επαλειφόμενο, η αλοιφή, το χρίσμα … Dictionary of Greek
ἐναλείμμασι — ἐνάλειμμα eyesalve neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)